- πεπτωκός
- πίπτωExc. ex libris Herodianiperf part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пасти — ПА|СТИ1 (424), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1.Пасть, упасть: таче бывъшю сънѧтию и многомъ ѿ бою орѹжиѥмь падъшемъ. ЖФП XII, 47г; аще зерно пшеницно. падъ на земли не ѹмреть. тъ ѥдино прѣбѹдеть. ИларПоуч XI сп. сер. XIII, 209г; и шибе громъ. и мълни˫а. и падоша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek